-
1 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
2 арифметика
-
3 численный
чи́сленн||ыйприл ἀριθμητικός:\численныйый рост ἡ αὐξηση σέ ἀριθμό· \численныйый состав ἡ ἀριθμητική δύναμη· \численныйое превосходство ἡ ἀριθμητική ὑπεροχή. -
4 счёт
-а (-у), προθ. о счте, на счету а.1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•
обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.
|| λογαριασμός•личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•
открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•
текущий счёт τρέχων λογαριασμός•
сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.
2. έγγραφος λογαριασμός•счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.
3. υπολογισμός.4. πλθ. -ы μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,5. αποτέλεσμα, σκορ•выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.
εκφρ.-ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•за счёт чего – σε βάρος του•на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•на чей ή какой счёт – κ. за чей ή какой счёт σε βάρος•на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•по -у первый, второй – κλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό. -
5 цифровой
επ.αριθμητικός•-ое выражение η αριθμητική παράσταση•
-ое обозначение αριθμητική δήλωση•
цифровой результат αριθμητικό αποτέλεσμα.
-
6 численность
-и θ.ο αριθμός, η ποσότητα, το ποσό•численность населения ο αριθμός του πληθυσμού (ο πληθυσμός)•
увеличение -искота η αύξηση του αριθμού των ζώων•
численность армии η αριθμητική δύναμη του στρατού•
численность ростпартии η αριθμητική αύξηση του κόμματος.
-
7 числовой
επ.αριθμητικός•-ая величина η αριθμητική ποσότητα•
-ая последовательность αριθμητική αλληλουχία ή αλληλοσύνδεση•
-ые данные αριθμητικά στοιχεία.
-
8 арифметика
η αριθμητική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арифметика
-
9 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
10 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
11 интегрирование
η ολοκλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрирование
-
12 информация
η πληροφορία, η ενημέρωση, τα στοιχεία/δεδομέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > информация
-
13 масштаб
η κλίμαξ, разг. η κλίμακαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масштаб
-
14 операция
1. (мат) η πράξη- ИЛИ η πράξη/το σύμβολο της διάζευξης (OR)2. тех. η εργασία, η τεχνολογική πράξηпроизводственная - παραγωγική -, βιομηχανική -3. (совокупность действий) ηεπιχείρηση 4. фин. ησυναλλαγή, η πράξη 5. мед. η εγχείρηση, ηχειρουργική επέμβασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > операция
-
15 понятие
η έννοια, η ιδέα, το νόημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > понятие
-
16 превосходство
η ανωτερότηταчисленное - η αριθμητική υπεροχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > превосходство
-
17 прогрессия
мат. η πρόοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрессия
-
18 соотношение
η αναλογία, ο συσχετισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > соотношение
-
19 арифметика
арифмет||икаж ἡ ἀριθμητική. -
20 перевес
перевесм (превосходство) ἡ ὑπεροχή:численный \перевес ἡ ἀριθμητική ὑπεροχή.
См. также в других словарях:
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
ἀριθμητικῇ — ἀριθμητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμητική — ἀριθμητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… … Dictionary of Greek
αριθμητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην αρίθμηση ή στους αριθμούς: Το πρόβλημα αυτό δεν είναι αλγεβρικό, αλλά αριθμητικό. 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμό: Ζήτησε κατάσταση αριθμητική, όχι ονομαστική. 3. (γραμμ.), αριθμητικά, τα επίθετα, ουσιαστικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
αριθμητικός — ή, ό (AM ἀριθμητικός, ή, όν) [αριθμητός] 1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς 3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική η επιστήμη των αριθμών νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek